'Αύγουστος':Η ιστορία ενός υπέροχου τραγουδιού
Όταν ο έρωτας γίνεται τραγούδι.
Και βεβαίως, αυτό δεν είναι άλλο από τα πιο όμορφα τραγούδια που ερμήνευσε ο Νίκος Παπάζογλου.
Ο Αύγουστος.

Ιστορίες για ανεκπλήρωτους έρωτες,ιστορίες αγάπης και ό,τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε.
Μια τέτοια ιστορία κρύβει και ο Αύγουστος, το πολύ γνωστό και αγαπημένο τραγούδι του Νίκου Παπάζογλου,το οποίο κυκλοφόρησε με το δίσκο 'Χαράτσι' το 1984.
Θεσσαλονίκη 1978...
Έτσι, πρότεινε στη γυναίκα και την κόρη του να φύγουν για την Αμερική.Όπως και έγινε τελικά.
Έχοντας μείνει μόνος, ο Διονύσης Σαββόπουλος τον προσκαλεί στο σπίτι του στο Πήλιο για λίγες μέρες, με τον Παπάζογλου να συμφωνεί.

Στο σπίτι του Σαββόπουλου,ο Παπάζογλου θα γνωρίσει μια κοπέλα, την οποία ερωτεύεται αμέσως.
Οι τύψεις όμως για τη σύζυγο του Βαρβάρα και τη νεογέννητη κόρη του δεν τον άφησαν να αφεθεί στο πάθος του.
Έτσι,φεύγει από το Πήλιο και ξεκινάει να γυρίσει πίσω στη Θεσσαλονίκη.
Καθώς οδηγούσε, οι σκέψεις του δεν τον άφησαν να ηρεμήσει. Με την εικόνα της κοπέλας να τον βασανίζει, ο Νίκος Παπάζογλου γράφει μέσα σε 20 λεπτά, στιχουργικά και μουσικά, ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του.
Τον Αύγουστο.

Σε αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου να κλείσω το άρθρο κάπως διαφορετικά. Επιτρέψτε μου να κλείσω το άρθρο με ένα τραγούδι.
Ή μάλλον καλύτερα, να κλείσω το άρθρο με τον Αύγουστο.
Στίχοι:
Μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει
Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
